- φαγί
- το, Νβλ. φαΐ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ημεροφάγι — το το μεροφα(γ)ι, ποσότητα που αρκεί για τη διατροφή για μία μόνο μέρα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + φαγί (< φαΐ), πρβλ. απο φάγι, προσ φάγι] … Dictionary of Greek
αλλαξοφαγίζω — αλλάζω τροφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + φαγί] … Dictionary of Greek
αλλαξοφαγιά — η αλλαγή τού είδους τής τροφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο + φαγί + παραγ. κατάλ. ιά] … Dictionary of Greek
αποφάγι — φάι κ. φαγούδι συνήθως στον πληθ. υπολείμματα φαγητού. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + φαγί ή < (αρχ. απαρέμφ.) αποφαγείν] … Dictionary of Greek
πιοτί — το, Ν 1. ποτό, ιδίως οινοπνευματώδες 2. οινοποσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πιοτό, κατά το φαγί] … Dictionary of Greek
ταΐζω — Ν 1. δίνω τροφή, σιτίζω, ιδίως ζώα 2. (σχετικά με βρέφος, γέροντα ή ασθενή) βοηθώ κάποιον να φάει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταγίζω με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού γ (πρβλ. φαΐ: φαγί)] … Dictionary of Greek
ταγή — η, ΝΜΑ, και ταή Ν νεοελλ. μσν. μερίδα τροφής ζώων, ταΐνι αρχ. 1. πρώτη γραμμή, μέτωπο μάχης 2. ο τόπος, η επαρχία που τελούσε υπό την εξουσία ενός αρχηγού («πότε καὶ τίνα παρὰ τῶν σατραπῶν ἐν τῇ ταγή ἐκλαβόντι», Αριστοτ.) 3. διαταγή, εντολή 4.… … Dictionary of Greek
φαΐ — το / φαγίον, ΝΜ, και φαγί και φαγεί και φαεί Ν, και φαγεῑον και φαγίν Μ φαγητό, έδεσμα νεοελλ. φρ. α) «άλλο φαΐ τώρα» ας αλλάξουμε θέμα β) «πήγε το φαΐ στην ράχη μου» από στενοχώρια ή ανησυχία δεν ευχαριστήθηκα το φαγητό μου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
φαγανός — ή, ό, Ν αυτός που τρώει εύκολα το φαγητό ή την τροφή που τού δίνουν. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαγί + κατάλ. ανός (πρβλ. τραγ ανός)] … Dictionary of Greek
φαγαρρώστια — η, Ν ειρων. αρρώστια που χαρακτηρίζεται από μεγάλη όρεξη για φαγητό, δηλαδή προσποιητή αρρώστια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαγί + αρρώστια] … Dictionary of Greek